λιγοζώητος

λιγοζώητος
λιγόζωος, η , ο недолговечный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λιγοζώητος" в других словарях:

  • λιγοζώητος — η, ο και (ο)λιγόζωος, η, ο (Μ ὀλιγόζωος, ον) αυτός που έχει λίγη ζωή, βραχύβιος …   Dictionary of Greek

  • ολιγόζωος — η, ο (Μ ὀλιγόζωος, ον) βλ. λιγοζώητος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρόνιος — ολιγοχρόνιος, α, ο και ολιγόχρονος, η, ο και λιγόχρονος, η, ο αυτός που διαρκεί ή που ζει λίγο χρόνο, βραχύβιος, λιγοζώητος (αντίθ. μακροχρόνιος, α, ο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγόζωος, -η, -ο — και λιγόζωος, η, ο και λιγοζώητος, η, ο αυτός που έζησε λίγο χρόνο: Πολλοί απ την οικογένεια αυτή ήταν λιγοζώητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»